πυκνώνω — πυκνώνω, πύκνωσα, (σπάν.) πυκνωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… … Dictionary of Greek
πυκνώνω — πύκνωσα, πυκνώθηκα, πυκνωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι πυκνό, πιο συχνό: Πύκνωσα τις επισκέψεις μου στο σπίτι του. 2. αμτβ., γίνομαι πυκνός: Πυκνώστε περισσότερο να μας πάρει ο χώρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… … Dictionary of Greek
καταπυκνώνω — (AM καταπυκνῶ, όω) πυκνώνω, συμπυκνώνω αρχ. 1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα 2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω 3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας 4. παθ. καταπυκνοῡμαι, όομαι α) είμαι… … Dictionary of Greek
πεπυκνωμένως — Α επίρρ. με πυκνό τρόπο, συμπυκνωμένα («ὁ ψαλμὸς οὗτος νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ... κρίματα καὶ μαρτύρια πεπυκνωμένως διαγορεύει», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπυκνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πυκνώνω] … Dictionary of Greek
πυκνωτής — ο, Ν 1. αυτός που πυκνώνει κάτι 2. (ηλεκτρολ.) σύστημα δύο αγωγών ή οπλισμών οι οποίοι διαχωρίζονται με μονωτικό υλικό, σύστημα ικανό να συσσωρεύει ηλεκτρικά φορτία αντίθετου προσήμου στους δύο οπλισμούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνώνω, απόδοση στην… … Dictionary of Greek
πυκνωτός — ή, ό, Ν [πυκνώνω] πυκνός … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek
συμφράσσω — ΜΑ μέσ. συμφράσσομαι συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῡσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη 2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῑ… … Dictionary of Greek